δεκαρχία

δεκαρχία
η (AM δεκαρχία) [δεκάρχης]
αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες
νεοελλ.
1. το αξίωμα τού δεκάρχου
2. ομάδα δέκα ανδρών
μσν.
ομάδα δέκα στρατιωτών
αρχ.
(στη Ρώμη) η δεκανδρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεκαρχία — δεκαρχίᾱ , δεκαρχία fem nom/voc/acc dual δεκαρχίᾱ , δεκαρχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχίας — δεκαρχίᾱς , δεκαρχία fem acc pl δεκαρχίᾱς , δεκαρχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχίαι — δεκαρχία fem nom/voc pl δεκαρχίᾱͅ , δεκαρχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχίαν — δεκαρχίᾱν , δεκαρχία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχιῶν — δεκαρχία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχίαις — δεκαρχία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκανέας — και δεκανεύς, ο ο κατώτερος υπαξιωματικός τής στρατιωτικής ιεραρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • Βιργινία — I (Virginia, 463 – 448 π.Χ.). Ρωμαία παρθένα, κόρη του εκατόνταρχου Βιργίνιου. Την αγάπησε ο Άπιος Κλαύδιος, ένας από τους δέκαρχους, άνθρωπος ακόλαστος και αλαζονικός. Αφού επιχείρησε να την κατακτήσει, σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα: Έβαλε έναν …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”